φειδίτης

φειδίτης
φειδ-ίτης [pron. full] [ῑ],

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φειδίτης — ὁ, Α βλ. φιδίτης …   Dictionary of Greek

  • συσσίτιο — Έτσι ονομάζονταν τα κοινά δημόσια γεύματα στη Σπάρτη και στην Κρήτη, στα οποία παίρνανε μέρος μόνο άντρες. Στη Σπάρτη, όλοι οι Σπαρτιάτες που είχαν συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας τους, ήταν υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται στα δημόσια αυτά …   Dictionary of Greek

  • φιδίτης — και φειδίτης, ου, ό, δωρ. τ. φιδίτης, α, Α μέλος φιδιτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. τ. με κατάλ. ίτης* (πρβλ. θιασ ίτης), σχηματισμένος από ένα θ. φ(ε)ιδ , το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για το θ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”